- Πολυκράτους
- Πολυκράτηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκράτους — πολύκρατος much mixed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάμαινα — ἡ, Α (στη Σάμο) είδος πεντηκόντορου πλοίου που κατασκευάστηκε στη διάρκεια τής τυραννίας τού Πολυκράτους, είχε πλώρη όμοια με το ρύγχος χοίρου και η μορφή του χρησιμοποιήθηκε ως σημείο ή τύπος στα σαμιακά νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ.… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… … Dictionary of Greek